- δερβέναγας
- ο(λ. τουρκ.)1. αρχηγός στρατιωτικού τμήματος που φρουρούσε επί τουρκοκρατίας τα στενά περάσματα, τα δερβένια: Προσκύνα, Διάκο, τον πασά, δερβέναγας να γίνεις (δημ. τραγ.).2. άνθρωπος τυραννικός: Συμπεριφέρεται σαν δερβέναγας στους υφισταμένους του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.